λιποσαρκία

λιποσαρκία
λῐποσαρκ-ία, ,
A want of flesh, Sch.Hes.Sc.268.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λιποσαρκία — η (Α λιποσαρκία) [λιπόσαρκος] η ιδιότητα τού λιπόσαρκου, η ισχνότητα …   Dictionary of Greek

  • λιποσαρκία — η η αδυναμία, η ισχνότητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ισχνότητα — η (ΑΜ ἰσχνότης) [ισχνός] αδυναμία, λιποσαρκία νεοελλ. 1. πενιχρότητα, ανεπάρκεια, ένδεια 2. μετριότητα, ασημαντότητα μσν. αρχ. 1. (για ύφος) απλότητα, λεπτότητα 2. χαμηλή ένταση φωνής, αδύνατη φωνή …   Dictionary of Greek

  • λιποσωμασία — λιποσωμασία, ἡ (Μ) ισχνότητα, λεπτότητα τού σώματος, λιποσαρκία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίπο * + σωμασία (< σώματος < σῶμα, ατος)] …   Dictionary of Greek

  • ολιγοσαρκία — η (Α ὀλιγοσαρκία) [ολιγόσαρκος] λιποσαρκία, ισχνοτητα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”